Η κοινωνική επιχείρηση δεν ισοδυναμεί με την κοινωνική αλλαγή
Η κοινωνική επιχείρηση δεν ισοδυναμεί με την κοινωνική αλλαγή
Επιλέξαμε να μεταφράσουμε το άρθρο των Marshall Ganz, Tamara Kay και Jason Spicer από το Stanford Social Innovation Review γιατί βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον τον τρόπο που αντιπαραβάλει την κοινωνική επιχειρηματικότητα με την κοινωνική αλλαγή. Αναδεικνύει θέματα που απασχολούν τόσο εμάς όσο και τον δημόσιο διάλογο στη χώρα μας, αλλά την ίδια στιγμή διαπιστώνουμε μία έλλειψη αντίστοιχης αρθρογραφίας.
Ελπίζουμε να συμβάλει στην κατανόηση εννοιών και γιατί όχι να προκαλέσει μία εξίσου ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση με αυτή που μπορείτε να βρείτε στα σχόλια της αρχικής δημοσίευσης.
Η κοινωνική επιχείρηση δεν ισοδυναμεί με την κοινωνική αλλαγή
Η επίλυση συστημικών κοινωνικών προβλημάτων απαιτεί ενεργούς πολίτες, πολιτική και εξουσία όχι περισσότερη κοινωνική επιχειρηματικότητα.
Η κοινωνική επιχείρηση και η κοινωνική επιχειρηματικότητα (Social Enterprise and Social entrepreneurship, εφεξής Κ.Επ), μια προσέγγιση εμπνευσμένη από τις επιχειρήσεις για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων παρουσιάζει μια ανοδική πορεία στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο την τελευταία δεκαετία. Έχει εδραιωθεί σε ένα ευρύ φάσμα κλάδων, από την οικονομική ανάπτυξη και τον αστικό σχεδιασμό έως τις πολιτικές υγείας και εκπαίδευσης.
Από τότε που το Harvard Business School ίδρυσε την πρώτη “Πρωτοβουλία για την Κοινωνική Επιχείρηση” πριν από 25 χρόνια, η Κ.Επ έχει εδραιωθεί σε περισσότερα από 100 κολέγια και πανεπιστήμια, με επιχορηγούμενες έδρες και νέους κύκλους μαθημάτων, σε υψηλού κύρους πανεπιστήμια όπως τα Stanford, Yale, Penn Columbia, Duke και το Πανεπιστήμιο της California, Berkeley.
Αυτά τα ιδρύματα βοήθησαν τη μετατροπή της Κ.Επ σε μια βιομηχανία, η οποία χρηματοδοτήθηκε με επιχορηγήσεις ύψους 1,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το 2003.
Ωστόσο, η Κ.Επ δεν έχει κάνει πολλά για την επίλυση των συστημικών κοινωνικών προβλημάτων, που έχει σκοπό να αντιμετωπίσει, πολλά από τα οποία έχουν επιδεινωθεί.
Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη της Κ.Επ αποπροσανατολίζει και υπονομεύει τον κρίσιμο ρόλο των οργανωμένων πολιτών, της πολιτικής δράσης και της δημοκρατικής διακυβέρνησης για την επίτευξη συστημικής κοινωνικής αλλαγής, προσφέροντας μια ιδιωτική εναλλακτική λύση βασισμένη στην αγορά.
Η Κ.Επ βασίζεται στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία: η πεποίθηση ότι οι αγορές, όχι οι κυβερνήσεις, παράγουν τα καλύτερα κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα.
Οι υποστηρικτές της Κ.Επ προσεγγίζουν τα κοινωνικά προβλήματα ως προβλήματα γνώσης, τα οποία μπορούν να επιλυθούν με την τεχνολογική καινοτομία, η οποία καθοδηγείται από τον ανταγωνισμό μεταξύ μεμονωμένων κοινωνικών επιχειρηματιών, οι οποίοι λειτουργούν μέσω κερδοσκοπικών, μη κερδοσκοπικών ή υβριδικών επιχειρήσεων.
Αντίθετα, μια πολιτική προσέγγιση θεωρεί τα κοινωνικά προβλήματα ως προβλήματα εξουσίας. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί συλλογική πολιτική δράση
από το σώμα των οργανωμένων πολιτών, οι οποίοι χρησιμοποιούν την εξουσία που απορρέει από την εξάσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους για να επιτύχουν δομικές κοινωνικές αλλαγές.
Επιτυχημένα παραδείγματα αυτής της προσέγγισης είναι τα κοινωνικά κινήματα που αγωνίστηκαν για την κατάργηση νόμων, για τη δημόσια εκπαίδευση, για την αγροτική μεταρρύθμιση, για τα εργατικά δικαιώματα, για τα πολιτικά δικαιώματα, για τα δικαιώματα των γυναικών και την προστασία του περιβάλλοντος στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού.
Η ασυμβατότητα της Κ.Επ με τη συλλογική, δημοκρατική πολιτική δράση είναι σαφής από τον τρόπο που οι υποστηρικτές της διαμορφώνουν την προσέγγισή τους.
Πρώτον, ισχυρίζονται ότι τα “ηρωικά” άτομα είναι το κλειδί για την κοινωνική αλλαγή. Όπως εξηγείται στο διαφημιστικό υλικό της οργάνωσης Ashoka για την Κ.Επ, «όπως οι επιχειρηματίες αλλάζουν το πρόσωπο της επιχείρησης, οι κοινωνικοί επιχειρηματίες δρουν ως παράγοντες αλλαγής για την κοινωνία, εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες που άλλοι δεν βλέπουν, για να βελτιώσουν τα συστήματα, να εφεύρουν νέες προσεγγίσεις και να δημιουργήσουν λύσεις για την αλλαγή της κοινωνίας προς το καλύτερο».
Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η οργανωτική μορφή που ταιριάζει καλύτερα στην επίτευξη κοινωνικής αλλαγής είναι αυτή της εταιρείας η οποία προσφέρει οργανωτική ευελιξία, αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών και επιλογές στους καταναλωτές μεταξύ ανταγωνιστικών υπηρεσιών. Ωστόσο, οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν ανταγωνίζονται για τους «πελάτες», αλλά για τους δωρητές του ιδιωτικού τομέα ή τους «επενδυτές», με την υπόσχεση ότι θα ικανοποιήσουν τις ανάγκες των “τελικών χρηστών” τους, (δικαιούχων) και «πηγαίνουν καλά», «κάνοντας το καλό».
Τρίτον, οι υποστηρικτές της Κ.Επ προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τo ρόλο των κυβερνήσεων. Ο John Whitehead, πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs , οποίος χρηματοδότησε την «Πρωτοβουλία για την Κοινωνική Επιχείρηση» στο Χάρβαρντ, δήλωσε ρητά: ” Πάντα ψάχνω για ευκαιρίες για την επέκταση του μη κερδοσκοπικού τομέα της οικονομίας μας, ώστε οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις να αναλάβουν λειτουργίες που εκτελούνται τώρα από τις κυβερνήσεις… Στο χώρο των δημοσίων σχολείων, τα «ανεξάρτητα δημόσια σχολεία» (charter schools) είναι ένα παράδειγμα του πώς ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να το κάνει καλύτερα ή οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί μπορούν να το κάνουν καλύτερα”.
Δεν ισχυριζόμαστε ότι η Κ.Επ δεν έχει ποτέ θετικά αποτελέσματα, αλλά ότι η ικανότητά της να αντιμετωπίζει σημαντικά κοινωνικά προβλήματα είναι θλιβερά ανεπαρκής. Η προσέγγιση της Κ.Επ μετατρέπει σημαντικά πεδία της δημόσιας πολιτικής σε οργανισμούς του ιδιωτικού τομέα, κερδοσκοπικούς ή μη, αντικαθιστώντας τη δημοκρατική λογοδοσία με την πειθαρχία της αγοράς. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα όταν αντιμετωπίζουμε πραγματικά συστημικά κοινωνικά προβλήματα όπως η οικονομική και η φυλετική ανισότητα, οι διακρίσεις του φύλου, η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση ή η ποινική δικαιοσύνη.
Ο επιχειρηματικός καπιταλισμός βασίζεται στον ανταγωνισμό της αγοράς μεταξύ των επιχειρήσεων και επιβραβεύει την καινοτομία με την οικονομική επιτυχία. Δεν υπάρχει συγκρίσιμο ανάλογο σύστημα επιβράβευσης με κέντρο τον καταναλωτή για την Κ.Επ, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και επιτυχημένες πρωτοβουλίες της Κ.Επ σπάνια μεγεθύνονται. Στην πραγματικότητα, η αποτελεσματικότητα απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα συνήθως απαιτεί το είδος της κυβερνητικής εμπλοκής που όμως αποφεύγει η προσέγγιση της Κ.Επ. Το πεδίο της Κ.Επ αναπτύσσεται όχι από την επιτυχία της στην αγορά, αλλά από τη δημιουργία ενός τεράστιου δικτύου ιδεολογικής υποστήριξης και χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένης της προσέλκυσης ταλαντούχων φοιτητών και αποφοίτων.
Δημοφιλία μεν χωρίς αποδείξεις δε
Οι χρηματοδοτήσεις για την Κ.Επ πολλαπλασιάζονται, παρά τα συγκλονιστικά ελάχιστα εμπειρικά στοιχεία ότι μπορεί να προκαλέσει όντως σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Σε αντίθεση με τους οργανισμούς του δημόσιου τομέα, οι πολιτικές και οι δράσεις των οποίων συχνά εντοπίζονται και παρακολουθούνται, οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν υπόκεινται σε αυστηρούς κανονισμούς και διαδικασίες διαφάνειας. Διαπιστώνουμε, δε ελάχιστες ενδείξεις ότι προβαίνουν σε αυστηρές εκτιμήσεις του δικού τους αντίκτυπου, όπως κάνουν πολλοί μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Τα δημοφιλή πρότυπα αντικτύπου, αυτά των επενδυτικών προτύπων (IRIS) και τα εργαλεία κοινωνικής απόδοσης (SROI) που προωθούνται από την Κ.Επ δεν βασίζονται σε αυστηρές μεθόδους έρευνας. Αν και οι οργανώσεις που συνδέονται με το Διεθνές Ερευνητικό Δίκτυο EMES έχουν προσπαθήσει να αντιμετωπίσουν ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες, τα θεμελιώδη προβλήματα παραμένουν. Ελλείψει παρόμοιων δημοσιοποιήσεων ή αξιολογήσεων, οι περισσότερες αποτυχίες της Κ.Επ δεν αναφέρονται. Εντούτοις, μεταξύ των εξαιρέσεων υπάρχουν δύο περιπτώσεις που αξίζουν μεγάλης προσοχής.
Τα «ανεξάρτητα δημόσια σχολεία» των ΗΠΑ, όχι μόνο απέτυχαν να μειώσουν την εκπαιδευτική ανισότητα γενικά, αλλά έχει αποδειχθεί ότι την αυξάνουν. Παρ΄όλα αυτά η σημαντική οικονομική τους υποστήριξη παραμένει ευρέως διαδεδομένη.
Σε διεθνές επίπεδο, η προσπάθεια της Νοτιοαφρικανικής εταιρείας που υποστηρίχθηκε από Αμερικανούς και Βρετανούς χρηματοδότες της Κ.Επ πρότεινε τη χρήση παιδικών παιχνιδιών σε ειδικές εκδηλώσεις για την άντληση νερού στα αφρικανικά χωριά, αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκώς προσαρμοσμένη σε πολλές περιοχές και υποδεέστερη των ήδη υπαρχουσών λύσεων. Πέντε χρόνια μετά την έναρξη του έργου, η PBS Frontline διαπίστωσε ότι πολλά “PlayPumps” ήταν αχρησιμοποίητα ή σπασμένα, έχοντας απορροφήσει πόρους που θα κατευθύνονταν σε ευρύτερες λύσεις πρόσβασης στο νερό.
Με βάση το μη εντυπωσιακό ιστορικό της Κ.Επ που απορρέει από πολλές περιπτώσεις, το επιχείρημα των υποστηρικτών της σχετικά με την έλλειψη λογοδοσίας και αποτελεσματικότητας των κυβερνητικών προγραμμάτων , φαντάζει ειρωνικό. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, το μοντέλο της Κ.Επ φιλοδοξεί να βοηθήσει τις δυσλειτουργικές μετα-αποικιακές κυβερνήσεις με περιορισμένους πόρους, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις θεσμών, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και παρ’όλα αυτά, οι προσπάθειες της Κ.Επ -όπως τα PlayPumps- παραμένουν εν μέρει εξαρτημένες από τη δημόσια χρηματοδότηση, τις επιχορηγήσεις από ιδρύματα (οι οποίες απαλλάσσονται από τη φορολογία) και τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών.
Λαμβάνοντας υπόψη το φτωχό ιστορικό της Κ.Επ, που οφείλεται η δημοτικότητά της; Η άνοδός της συνδέεται με τη δραματική επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης ανάμεσα στον ιδιωτικό πλούτο και τη δημόσια εξουσία τα τελευταία 40 χρόνια. Η συναινετική άποψη του δημοκρατικού καπιταλισμού που προέκυψε μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ότι η ανισότητα του πλούτου θα μπορούσε να μετριάζεται μόνο με την ισότητα της πολιτικής φωνής μεταξύ των πολιτών. Θεωρήθηκε ότι ο ρόλος της δημοκρατικής διακυβέρνησης δεν ήταν απλά ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα , αλλά ένας δημόσιος θεσμός που έχει υποχρέωση να λογοδοτεί και που θα μπορούσε να προωθήσει το κοινό καλό σε τομείς τόσο διαφορετικούς, από την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, την έρευνα μέχρι και την εθνική άμυνα. Ήταν γενικά αποδεκτό ότι ήταν ο μόνος μηχανισμός που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κράτος δικαίου για να χαλιναγωγήσει τη δύναμη του ιδιωτικού πλούτου.
Από τη δεκαετία του 1980, όμως, οι εχθρικές προς τους περιορισμούς στον ιδιωτικό πλούτο ελίτ, κατάφεραν να προωθήσουν μια νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που απορρίπτει την κυβέρνηση ως εργαλείο για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων και αντ ‘αυτού την κατηγορεί ως πηγή των περισσότερων προβλημάτων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι προσπάθειες δεν θα πρέπει να επικεντρώνονται στη βελτίωση της λειτουργίας της δημοκρατικής διακυβέρνησης αλλά στην αντικατάστασή της με οργανώσεις του ιδιωτικού τομέα.
Αυτή η ελαχιστοποίηση του ρόλου της κυβέρνησης υπονομεύει τη δύναμη των απλών πολιτών, τη δημοκρατική πολιτική και την επένδυση δημόσιων πόρων για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Οι πολίτες μετατρέπονται σε πελάτες και, ελλείψει περιορισμών στις δαπάνες, η πολιτική γίνεται μια μορφή μάρκετινγκ. Ως αποτέλεσμα, η οργάνωση του πολίτη για να απαιτήσει δημόσιες λύσεις στα δημόσια προβλήματα αντιμετωπίζει αυξημένες προκλήσεις.
Υπάρχουν ήδη γνωστές λύσεις στα περισσότερα κοινωνικά προβλήματα, αυτό που λείπει είναι να τεθούν σε λειτουργία. Υπάρχει ένα παγκόσμιο σύστημα γνώσεων σχετικά με τον τρόπο μείωσης των ανισοτήτων, την εκπαίδευση των παιδιών, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη βελτίωση των πόλεων μας και την παροχή αξιοπρεπούς υγειονομικής περίθαλψης σε όλους. Αυτό που απουσιάζει είναι η πολιτική βούληση να αποκατασταθούν τα εργατικά δικαιώματα, να χρηματοδοτούνται δίκαια τα σχολεία, να αποθαρρύνεται η παραγωγή άνθρακα, να παρέχεται επαρκής αστική στέγαση και μετακίνηση και να ελέγχεται η ποιότητα και το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης. Η Κ.Επ δεν κατορθώνει να κατονομάσει, πολύ περισσότερο να ασχοληθεί με αυτά τα βασικά πολιτικά προβλήματα.
Ανάκτηση δημόσιας φωνής
Η προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων από τη σκοπιά της έλλειψης τεχνικών γνώσεων και όχι από την ανισορροπία ισχύος, έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Ο οικονομολόγος Albert Hirschman υποστήριξε ότι σε ένα σύστημα που υφίσταται δυναμική αλλαγή, τα μέλη μπορούν , ως αντάλλαγμα της πίστης σε έναν κοινό σκοπό, να χρησιμοποιήσουν τη φωνή τους μέσα στο σύστημα για να επηρεάσουν την τροχιά της αλλαγής του ή μπορούν να βγούν από το σύστημα αναζητώντας κάποιο άλλο που μπορεί να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες τους. Η προσέγγιση της Κ.Επ προωθεί τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική έξοδο από τη δημόσια σφαίρα προς όφελος των ιδιωτικών προσεγγίσεων στα κοινωνικά προβλήματα. Επομένως, η Κ.Επ απορρίπτει την καινοτομία όσον αφορά τον τρόπο που χρησιμοποιείται η συλλογική φωνή και παράγει την κοινωνική δύναμη που απαιτείται για να ανακατευθύνει τους δημόσιους θεσμούς προς την επίλυση των βασικών πολιτικών προβλημάτων. Με τον τρόπο αυτό, υπονομεύει τη δέσμευση των πολιτών για ενεργή συμμετοχή στην πολιτική, στην οποία βασίζεται η δημοκρατία.
Σε μια δημοκρατία, η δημιουργία κοινωνικής αλλαγής απαιτεί συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ του κράτους και μιας ισχυρής κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο, η Κ.Επ επαναπροσδιορίζει την κοινωνία των πολιτών ως χώρο για τη δημιουργία παράλληλων ιδιωτικών θεσμών που παρακάμπτουν το κράτος και τις διεκδικήσεις των πολιτών στους πόρους του. Η αντίληψη για τους μη-προνομιούχους ως πελάτες ή ως αγοραστές και όχι ως πολίτες, υπονομεύει την ανάπτυξη ενός ενεργού και εμπλεκόμενου στα κοινά πολίτη που μπορεί να χρησιμοποιήσει τη φωνή του για να συμμετάσχει σε δημόσιους θεσμούς και δημοκρατικές διαδικασίες που αντανακλούν τη βούληση και τις ανάγκες του.
Η πραγματική αλλαγή και η ισότητα που όλοι οι πολίτες αξίζουν, και που το δημόσιο καλό απαιτεί, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν οι πολίτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά την πολιτική φωνή τους δίχως να δρουν εκτός δημόσιας σφαίρας.
Η νεοφιλελεύθερη επίθεση στη δημοκρατική διακυβέρνηση δημιουργεί μια ευκαιρία για την ανανέωση της δημοκρατίας μας – αν μπορούμε να παραμερίσουμε περισπασμούς όπως η Κ.Επ – και παράλληλα να επιταχύνουμε και να ενωθούμε με τους συμπολίτες μας ώστε να οργανώσουμε την εκπαίδευση και την κινητοποίηση που απαιτείταιι για να ανακτηθεί η δύναμη της δημόσιας φωνής .
Marshall Ganz is a senior lecturer in public policy at Harvard Kennedy School.
Tamara Kay is associate professor of global affairs and sociology in the Keough School of Global Affairs at the University of Notre Dame.
Jason Spicer is a PhD candidate in MIT’s Department of Urban Studies and Planning.
Κατόπιν της μετάφρασης του άρθρου , δημοσιεύτηκαν 2 κείμενα στην Εφημερίδα των Συντακτών τα οποία με το περιεχόμενό τους “συνομιλούν” τόσο με το παραπάνω κείμενο, όσο και με τη λογική που επιλέξαμε να το μεταφράσουμε και που σας παραθέτουμε στον πρόλογο